δυσπερίληπτος

δυσπερίληπτος
-η, -ο (Α δυσπερίληπτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συγκεφαλαιώσει
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα κυκλώνεται
2. αυτός που δύσκολα μπορεί να περιληφθεί με το βλέμμα («ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι πραγματείαις... δυσπερίληπτος ἡ τούτων ἀνάληψις γίνεται», Διόδ. Σικ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δυσπερίληπτος — hard to encompass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπερίληπτον — δυσπερίληπτος hard to encompass masc/fem acc sg δυσπερίληπτος hard to encompass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπεριλήπτου — δυσπερίληπτος hard to encompass masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπερίληπτα — δυσπερίληπτος hard to encompass neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπερίληπτοι — δυσπερίληπτος hard to encompass masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”