- δυσπερίληπτος
- -η, -ο (Α δυσπερίληπτος, -ον)νεοελλ.αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συγκεφαλαιώσειαρχ.1. αυτός που δύσκολα κυκλώνεται2. αυτός που δύσκολα μπορεί να περιληφθεί με το βλέμμα («ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι πραγματείαις... δυσπερίληπτος ἡ τούτων ἀνάληψις γίνεται», Διόδ. Σικ.).
Dictionary of Greek. 2013.